- αιματόεις
- αἱματόεις, -εσσα, -εν και (συνηρ.) -τοῡς, -τοῡσσα, -τοῡν (Α) [αἷμα]1. ο γεμάτος από αίμα, αιματηρός2. αιματόχρωμος, κόκκινος3. αιμάτινος, από αίμα4. αιματώδης, φονικός.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αἱματόεις — blood red masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἱματόεν — αἱματόεις blood red masc voc sg αἱματόεις blood red neut nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἱματόεντα — αἱματόεις blood red neut nom/voc/acc pl αἱματόεις blood red masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἱματοέσσης — αἱματόεις blood red fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἱματόεντας — αἱματόεις blood red masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἱματόεντε — αἱματόεις blood red masc/neut nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἱματόεντες — αἱματόεις blood red masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἱματόεντι — αἱματόεις blood red masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἱματόεντος — αἱματόεις blood red masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἱματόεσσα — αἱματόεις blood red fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)